Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012


Το παράδοξο της ενδοοικογενειακής βίας

Στην παρούσα εισήγηση θα δώσω περισσότερο ένα κοινωνιολογικό προσανατολισμό, εξετάζοντας κάποιες σημαντικές κοινωνικές παραμέτρους της ενδοοικογενειακής βίας. Κάποιες παραμέτρους που καταδεικνύουν την παράδοξη λογική που διατρέχει τα φαινόμενα βίας μέσα στην οικογένεια.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             
Στέκομαι στην αρχή της εισήγησής μου στις έννοιες που μας προβληματίζουν – βία και οικογένεια.
Η οικογένεια είναι ένα ιστορικό φαινόμενο και αντιμετωπίζετε ως ένα συνολικό κοινωνικό φαινόμενο. Επομένως, θεωρητικά, δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για την οικογένεια γενικά, αλλά μόνο για τύπους οικογένειας τόσο πολυάριθμους όσες είναι οι περιοχές, οι κοινωνικές τάξεις και οι υπο-ομάδες στην καθολική κοινωνία. Στις μέρες μας, στον δυτικό κόσμο, η οικογένεια έχει γίνει σύμβολο της ιδιωτικής ζωής και συνιστά σε ψυχολογικό επίπεδο το βασικό κύτταρο της κοινωνίας. Στην αρχαιότητα η Εστία ήταν μια από τις πιο αξιόλογες, σεβαστές και σεμνές μορφές του αρχαίου ελληνικού Δωδεκάθεου. Κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή της Ήρας, της Δήμητρας, του Ποσειδώνα, του Δία και του Πλούτωνα, προστάτιδα της οικογενειακής ζωής, αρμονίας και ευτυχίας, προσωποποίηση της εντιμότητας και της σταθερότητας στο συζυγικό και οικογενειακό βίο. Ως πρωτότοκη κόρη του εξουσιαστή και κυρίαρχου των πάντων, η Εστία είχε από την αρχή τεθεί επικεφαλής όλων των μεγάλων θεοτήτων. Η εύνοια και οι διαστάσεις της, οι δικαιοδοσίες και οι αρμοδιότητές της πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν, με αποτέλεσμα σταδιακά ως θεά να αντιπροσωπεύει όχι μόνο το κέντρο του σπιτιού, αλλά και της γης, και ολόκληρου του σύμπαντος.
Η βία είναι ένα, επίσης, σύνθετο φαινόμενο, μια διυπόστατη πράξη: είναι θα λέγαμε

  1. ένα φυσικό φαινόμενο (βία – βίος – επιβίωση)
Η επιθετικότητα θεωρείται ως εγγενής αντίδραση. Όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη λένε ότι ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζωικά είδη, είναι «προικισμένος» με επιθετικό ένστικτο που στοχεύει στην προστασία και την ασφάλεια του. Ο Freud από την πλευρά του, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την μανία αλληλοεξόντωσης που έδειξαν οι άνθρωποι κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, τροποποίησε την αρχική του θεωρία και υποστήριξε ότι εκτός τη libido, την ορμή της ηδονής, οι πράξεις του ανθρώπου κατευθύνονται και από την ορμή για τη ζωή και για τη διαιώνιση του είδους και στον αντίποδα της υπάρχει η ορμή που μας σπρώχνει προς το θάνατο και την καταστροφή, όχι μόνο των άλλων, αλλά και τη δική μας. Με άλλα λόγια υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις που διαπερνούν το σύστημα άνθρωπος: η επιβίωση και η αναπαραγωγή. Η βία κινείται στη σφαίρα της επιβίωσης. Το sex στη σφαίρα της αναπαραγωγής (της εξέλιξης). Αυτή η αέναη διαδικασία του ανθρώπου μεταξύ επιβίωσης και αναπαραγωγής αποκρυσταλλώνεται στις δύο αυτές έννοιες, στην κάθε μια από τις οποίες εμπεριέχεται και η άλλη. Δηλαδή η βία έχει κάνει ηδονιστικό και το sex κάτι βίαιο.
  1. ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, ένα πολιτισμικό μόρφωμα, ένα προϊόν πολιτισμικής διαφοράς (η βίαιη πράξη, δηλαδή, ορίζεται κοινωνικά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κουλτούρας της κάθε κοινωνίας ή της ίδιας κοινωνίας σε διαφορετικές εποχές. Μπορούμε να δούμε ένα απλό παράδειγμα: πως εκλαμβανόταν το χαστούκι ως μέσο πειθαρχίας στην ελληνική οικογένεια της δεκαετίας του ΄60 και πως εκλαμβάνεται σήμερα.

Για τους αρχαίους έλληνες η  βία ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την υπέρτατη ισχύ. Αναφέρεται ως κόρη του Τιτάνα Πάλλαντου και της Ωκεανίδας Στυγός και, αδελφή του Κράτους, του ζήλου και της Νίκης, οι οποίοι βοήθησαν τον Δία στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων.  Επίσης, η βία ταυτιζόταν με την Ανάγκη και συγγένευε με την Πειθώ.
Η βία, λοιπόν, έχει πολλά πρόσωπα … και πολλές αναγνώσεις. Το πως θα ερμηνεύσεις τη βία εξαρτάται, δηλαδή, από το πλαίσιο στο οποίο συναντιέται και από το πρόσωπο που την πραγματοποιεί.
Σύμφωνα με τις σημερινές διαδεδομένες αντιλήψεις, τα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας νοούνται, κυρίως, ως ανακλαστική συμπεριφορά, δηλαδή, ως μηχανική απάντηση σε μια ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία. Κατά την δική μου άποψη χρειάζεται να αντιμετωπιστούν ως μια μορφή κοινωνικής δράσης, ως πρακτική η οποία στην ιστορική της πορεία έχει επενδυθεί με νοήματα και σημασίες που παραπέμπουν σε ευρύτερα ιστορικά και συλλογικά μορφώματα και αφορούν συγκεκριμένες αντιλήψεις του κοινωνικού υποκειμένου και του ρόλου του μέσα στον κόσμο. Από τη σκοπιά αυτή, η βία δεν ανταποκρίνεται σε μια ζωτική ανάγκη των μελών της οικογένειας αλλά κυρίως σε μια κοινωνική ανάγκη-ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, διάκρισης και διαφοράς, επιβεβαίωσης και επιβολής μιας ιδιαίτερης μορφής υποκειμενικότητας. Με δύο λόγια, οι πράξεις βίας είναι συγχρόνως και πράξεις συμβολικές που σημασιοδοτούν και νοηματοδοτούν την ύπαρξη, δημιουργούν εικόνες του εαυτού, μέσων των οποίων ο άνθρωπος κατανοεί τη θέση του μέσα στην οικογένεια και ορίζει τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους.
Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι μια νέα μορφή βίας που ξαφνικά έλαβε διαστάσεις επιδημίας και ενεργοποίησε την κοινωνική αντίδραση. Είναι ένα φαινόμενο που έχει τις ρίζες του βαθιά στους αιώνες, από την εποχή εκείνη όπου ήταν απολύτως «φυσικό» και αναγκαίο ο άνδρας του σπιτιού, σύζυγος ή πατέρας, να χρησιμοποιεί τα πιο αποτελεσματικά μέσα – ακόμη και τον άγριο ξυλοδαρμό – προκειμένου να «συμμορφώσει» τη γυναίκα και τα παιδιά του και να αποκαταστήσει την τάξη στην οικογένεια. Αυτή η νομιμοποιημένη χρήση βίας από την πλευρά του άνδρα έφτασε –περισσότερο από προηγούμενα έτη- τις τελευταίες τρεις δεκαετίες να αμφισβητηθεί. Βέβαια, το ενδιαφέρον για την ενδοοικογενειακή βία δεν θα είχε λάβει τόσο σημαντικές διαστάσεις τη δεδομένη χρονική στιγμή, αν δεν είχε συνδυαστεί με τα γυναικεία κοινωνικά κινήματα, τα οποία παρείχαν το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό και την ευαισθητοποίηση στην οργάνωση όλων εκείνων των πληροφοριών που αφορούσαν τη θυματοποίηση στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας. Καθοριστικό ήταν και ο ρόλος των κοινωνικών επιστημόνων που συστηματοποιούν και εντατικοποιούν τις έρευνές τους πάνω στο θέμα, διαφωτίζοντας το κοινό πάνω σε θέματα που αφορούν τις οικογενειακές σχέσεις.
Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο έχει ιατρικές, νομικές και κοινωνιολογικές προεκτάσεις και απαιτεί τη συνεργασία όλων των κοινωνικών και επαγγελματικών  φορέων που έρχονται σε επαφή με τους δράστες και τα θύματα κακοποίησης, αλλά και την ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας γενικότερα.  Σε ένα ακόμη βαθύτερο επίπεδο απαιτούνται ρήξεις στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, στο νομικό και εκπαιδευτικό σύστημα, στις αξίες και τα πρότυπα που καλλιεργούνται και προβάλλονται μέσα από την εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, καθώς και σε θέματα που αφορούν στα στερεότυπα των δύο φύλων και στον τρόπο με τον οποίο επιδρούν πάνω στην οργάνωση και τη λειτουργία της οικογένειας και κατ’ επέκταση των ευρύτερων κοινωνικών ομάδων.
Η μελέτη του φαινομένου και η επίσημη καταγραφή του μας φέρνει, δυστυχώς, αντιμέτωπους με μια θλιβερή πραγματικότητα. Υποστηρίζεται ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ένα άτομο να σκοτωθεί, να κακοποιηθεί, να τραυματισθεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι, από κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας, παρά οπουδήποτε αλλού και από κάποιον άγνωστο. Μεταξύ αυτών η κακοποίηση της γυναίκας από το σύζυγο/σύντροφό της, καταλαμβάνει υψηλή θέση στον πίνακα των στατιστικών στοιχείων που αφορούν την καταγραφή των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας.
Εδώ υπεισέρχονται τα παράδοξα αυτού του φαινομένου:
1)      Από την ίδια την έννοια «ενδοοικογενειακή βία, ξεπηδά το πρώτο παράδοξο: η στερεοτυπική αντίληψη για την οικογένεια διατρέχεται από ένα θετικό κλίμα αγάπης και συμπόρευσης. Η πραγματική εικόνα αμαυρώνεται από ποικίλες δυσλειτουργίες που φτάνουν ως τα φαινόμενα βίας στους κόλπους της. Όταν αναφερόμαστε στο θεσμό της οικογένειας  και τη σημασία του ρόλου της στην κοινωνία μας, έχουμε σχεδόν πάντα την αντίληψη ότι μιλάμε για ένα περιβάλλον όπου επικρατεί η αγάπη η τρυφερότητα και όχι για μια από τις βιαιότερες ομάδες. Τυπικά η οικογενειακή ζωή μοιάζει να είναι συνώνυμο μιας ατμόσφαιρας φιλικής προς τα μέλη της οικογένειας, ένας χώρος όπου το άτομο καταφεύγει για να μειώσει το άγχος που του προκαλούν οι εξωτερικοί κοινωνικοί παράγοντες, για να βρει ασφάλεια, αποδοχή και αγάπη.
Η οικογένεια πρέπει να εκφράζει ένα αξιόπιστο σημείο προσανατολισμού σε έναν κόσμο εχθρικό, ένα χώρο αλληλεγγύης σε μια κοινωνία ανταγωνισμού. Οι προσδοκίες αυτές μένουν ως διαλογισμός και ως παράσταση φαντασίας. Η πραγματοποίηση αυτού του ιδεώδους δεν είναι δυνατή σε μια κοινωνία με ανταγωνιστικό προσανατολισμό.
Στις κοινωνικές αντιλήψεις ο γάμος ενσαρκώνει πάνω από όλα μια κοινωνία αγάπης. Οι συγκρούσεις και οι βιαιότητες μοιάζουν κατά συνέπεια σαν δυσκολονόητες εκτροχιάσεις μεμονωμένων ατόμων. Στον τρόπο αυτό θεώρησης θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι η χρήση βίας από μέρους του συζύγου σε διάφορες εποχές και πολιτισμούς αποτελούσε ένα αποδεκτό κομμάτι της συζυγικής ζωής.
Η ιστορία της σχέσης των δύο φύλων είναι μια ιστορίας βίας. Η επιθυμία μας να εξιδανικεύσουμε την οικογενειακή ζωή είναι ως ένα βαθμό υπεύθυνη για την τάση που υπάρχει είτε να εθελοτυφλούμε, είτε να δικαιολογούμε και να αποδεχόμαστε αυτή τη μορφή βίας ως απαραίτητη και αναγκαία στην προσπάθεια οικοδόμησης των οικογενειακών σχέσεων (συνύπαρξη με το σύντροφο, ανατροφή των παιδιών κ.α.). Εντούτοις, η ενδοοικογενειακή βία είναι μια θλιβερή πραγματικότητα, ενώ οι περισσότερες επίσημες συζητήσεις για τη βία καταλήγουν να αποκλείουν από τις αναλύσεις τους τη βία στο σπίτι. Με αυτό τον τρόπο, μια από τις συχνότερες μορφές βίας, αυτή που συγκεντρώνει την υψηλότερη κοινωνική ανοχή, αυτή για την οποία γίνεται λιγότερο λόγος και έχει μειωμένες πιθανότητες να ενεργοποιήσει την κοινωνική αντίδραση στο σύνολό της είναι η βία στην οικογένεια και ειδικότερα μεταξύ των συζύγων. (παράδειγμα με το να δούμε ένα ζευγάρι να μαλώνει δημόσια, πως αντιδρούμε αν καταλάβουμε ότι είναι σύντροφοι και πως ότι κάποιος τυχαίος χτυπά μια ανυπεράσπιστη δεσποινίδα).
2)      Το παράδοξο της κρίσης: ανθηρές κοινωνίες και πολίτες σε κρίση.
Οι κλινικοί θεραπευτές έχουν διαπιστώσει την αλλαγή που έχει συντελεστεί στη μορφή και την έκταση των ψυχικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως είναι η ιλιγγιώδης αύξηση της κατάθλιψης, η αύξηση των ψυχοσωματικών νοσημάτων, η εξάρτηση από τοξικές ουσίες, το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης, που πλήττουν μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού. Ακόμα και οι λόγοι για τους οποίους αυτοκτονούν οι άνθρωποι στην εποχή μας δεν συνδέονται, όπως παλιότερα, με την ύπαρξη συγκεκριμένων αδιεξόδων ή συναισθηματικών απογοητεύσεων. Σήμερα οι άνθρωποι δίνουν τέρμα στη ζωή τους, όλο και πιο συχνά, γιατί δεν βρίσκουν νόημα σε αυτήν, ή δεν βιώνουν το συναίσθημα ότι η ζωή αξίζει να τη ζεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα παρατηρούμε πως, εκ διαμέτρου αντίθετα με την τεχνολογική και οικονομική πρόοδο της ανθρωπότητας – στη Δύση, κυρίως, τα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Κατά των Βασανιστηρίων (OMCT), το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) και η Ελληνική Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων (ΕΟΔΜ) έχουν υπογραμμίσει σημαντικές ανησυχίες για τις διακρίσεις και τη βία κατά των γυναικών στην Ελλάδα σε δύο κοινές εκθέσεις τους που κατέθεσαν στην Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων Κατά των Γυναικών. Η ενδο-οικογενειακή βία είναι διαδεδομένη στην Ελλάδα, σε όλες τις κοινωνικές και εθνοτικές ομάδες˙ ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια ισχύουσα νομοθεσία που να προστατεύει τις γυναίκες ειδικά κατά της βίας στα σπίτια τους ή που να λαμβάνει υπόψη την ειδική σχέση και εξάρτηση που υπάρχουν ανάμεσα στο θύμα και στο δράστη. Ένα άλλο ζήτημα σημαντικής ανησυχίας είναι το γεγονός ότι ο βιασμός στο γάμο δεν θεωρείται έγκλημα σύμφωνα με τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Επιπρόσθετα με την έλλειψη ισχύουσας αποτελεσματικής νομοθεσίας, το γεγονός ότι η αστυνομία και το προσωπικό των άλλων διωκτικών αρχών βλέπουν την ενδο-οικογενειακή βία ως ιδιωτική υπόθεση έχει συνεισφέρει στο μεγάλο ποσοστό ατιμωρησίας που απολαμβάνουν οι δράστες πράξεων ενδο-οικογενειακής βίας.
3)      Ενώ το ζήτημα αφορά τις κοινωνικές δομές – άρα είναι πολιτικό – διαπιστώνουμε ότι οι επιστήμες έχουν αναλάβει δράση για να το μελετήσουν και να το επιλύσουν, απενοχοποιώντας έτσι το πολιτικό σύστημα.
Ο ρόλος της ψυχοθεραπείας και των ειδικών επιστημόνων που ασχολούνται με το δράστη και το θύμα κακοποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αρκεί να ξεφεύγει από τη στερεοτυπική αντίληψη περί «ψυχικής ασθένειας» του δράστη κακοποίησης και «μαζοχιστικής φύσης» του θύματος. Εξάλλου στις τελευταίες δεκαετίες και πρόσφατα στην Ελλάδα η τάση να διαγνωστούν οι αιτίες της βίας ως ψυχολογική ανωμαλία ή πνευματική ασθένεια έχει υποβαθμιστεί. Συνειδητοποιήθηκε ότι η ατομική ψυχοθεραπεία για τους βίαιους δράστες, δεν είναι άλλο, από μια ανεπαρκής και περιορισμένη μεταχείριση του προβλήματος, που μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο σε έναν μικρό αριθμό περιπτώσεων βίας και κακοποίησης. Οι ρίζες του φαινομένου της βίας μεταξύ των συντρόφων βρίσκονται στη δομή της οικογένειας, των διαπροσωπικών σχέσεων και της κοινωνίας στο σύνολό της.
       4) Οι κοινωνικές αντιλήψεις για την οικογένεια και το γάμο παρουσιάζουν πλήθος από αντιθέσεις. Από τη μια μεριά δηλώνεται ότι θα πρέπει να προστατευθεί ο ιδιωτικός χώρος από την επέμβαση του κράτους, ενώ από την άλλη, ο χώρος αυτός ρυθμίζεται στην κάθε λεπτομέρεια με δικονομικούς, ιατρικούς και παιδαγωγικούς κανονισμούς και μέτρα. Αποκλίσεις από γενικές προσδοκίες και κανόνες τιμωρούνται αυστηρά, ιδιαίτερα στον «ιδιωτικό» χώρο. Κάθε εκδήλωση στο χώρο αυτό θεωρείται σημαντική για την επιβίωση της κοινωνίας. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι ο όρος «ιδιωτικός» θα διευκόλυνε παρά θα εμπόδιζε την ανάμειξη του κράτους στον ιδιωτικό χώρο.
Η μεταφορά της ευθύνης από το κοινωνικό στο ατομικό επίπεδο φαίνεται πως επιχειρεί και καταφέρνει να απαλλάξει την κοινωνία από τις ευθύνες της που αφορούν στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνικών της δομών.

Που θα εστιάσουμε, επομένως, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα το ζήτημα; Θα πρέπει να εστιάσουμε καταρχήν σε ένα μακροεπίπεδο αναλογιζόμενοι τι γίνεται σε πλανητικό επίπεδο.
Οι δυτικές κοινωνίες ζούσαν και ζουν σε πολλές περιπτώσεις σε μια φαντασίωση κοινωνικής ειρήνης. Το αμερικάνικο όνειρο που ύφαινε τον κοινωνικό ιστό πάνω στην ευημερία του ανθρώπου τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο μας έκανε να ξεχνούμε ότι αυτή η ευμάρεια στηρίζεται και στην καταδυνάστευση των φτωχών χωρών,  των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Και σαν να μην έφτανε αυτό η βία και τα γενικότερα φαινόμενα παρακμής σαρώσανε την εσωτερική κοινωνική συνοχή των δυτικών κοινωνιών και διογκώθηκαν σε ανάλογο βαθμό με την τεχνολογική εξέλιξη. Μια εξέλιξη που δεν έφερε τελικά την κοινωνική ειρήνη και πρόοδο που φαντάστηκαν οι μεταπολεμικές κοινωνίες. Η πτώση των συμβόλων και των ιδεολογιών που υποβαστούσαν τον δυτικό πολιτισμό, η αποξένωση του ανθρώπου, οι σαρωτικές αλλαγές στους θεσμούς όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, και η διάχυση της κοινωνίας της πληροφορίας που βρίσκει τους ανθρώπους περισσότερο ευάλωτους, ανενημέρωτους, συγχυσμένους και μόνους από ποτέ, όξυναν περισσότερο τους ανταγωνισμούς, ήραν την ανθρώπινη αλληλεγγύη, σάρωσαν κάθε έννοια συλλογικότητας και αύξησαν τις εσωτερικές εντάσεις και τα άγχη του σύγχρονου ανθρώπου με αποτέλεσμα την αύξηση των φαινομένων βίας. Και μάλιστα αυτών χωρίς φαινομενική αιτία, χωρίς σύνδεση με κάποιο αίτημα οικογενειακής και κοινωνικής αλλαγής (έστω της βίας δηλαδή στους κόλπους της οικογένειας που στόχο είχε την διαπαιδαγώγηση). Η απρόσωπη κοινωνία, δηλαδή, γεννά απρόσωπη και τυφλή βία. Εν κατακλείδι, η βία συνδέεται και ερμηνεύεται στις μέρες μας, τόσο με βάση τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, όσο και τα ψυχολογικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου και την ποιότητα των οικογενειακών και γενικότερα των ανθρωπίνων σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται στις ανταγωνιστικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής.
Η οικογένεια αμή τι άλλο αναπαράγει στην ουσία το πλανητικό πλέον μοντέλο κυριαρχίας και ανάπτυξης, το οποίο στηρίζεται στην επιθετικότητα και τον καταναλωτισμό.
Δεύτερον χρειάζεται να λάβουμε υπόψη ότι οι μεταμοντέρνες ή υπερμοντέρνες κοινωνίες χαρακτηρίζονται σήμερα από μια βαθιά κρίση του συμβολικού, μια κρίση του νοήματος. Στο ερώτημα τι μορφή έχει η ανθρώπινη τραγωδία στην εποχή μας και με τι ερωτήματα συνδέεται, θα ήταν χρήσιμο να αναζητήσουμε, μέσα από τη σημειολογία της εποχής μας, στοιχεία που να μας επιτρέψουν να μιλήσουμε για τη φύση της ανθρώπινης τραγωδίας σήμερα. Η σημειολογία της σύγχρονης ζωής μας, λοιπόν, μιλά για ένα ποσοστό ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες που πλήττουν όλο και περισσότερο μέσα στην αφθονία και τις ανέσεις του τεχνολογικού πολιτισμού μας.  Επίσης, στην σύγχρονη εποχή, οι άνθρωποι φαίνεται ότι υποφέρουν από την αδυναμία τους να είναι με τον εαυτό τους. Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου φαίνεται ότι συνδέεται με προ-υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για την αδυναμία διαχείρισης του υπαρξιακού κενού και την αδυναμία αναζήτησης και παραγωγής νοημάτων, συλλογικών και ατομικών.
Στο ζήτημα που μας απασχολεί απόψε, αυτή η έλλειψη προσωπικών νοημάτων διαφαίνεται στο εξής: τα νέα ζευγάρια ψάχνουν τα καινούργια κριτήρια για μια νέα μορφή συμβίωσης και επικοινωνίας, που θα μπορέσει να διασώσει μια σχέση καθοριστική για τη δημιουργία της νέας μορφής οικογένειας. Στην αναζήτησή τους αυτή τα ζευγάρια μοιάζουν να αιωρούνται ανάμεσα σε ένα κόσμο που χάνεται και σε έναν άλλο που διαγράφεται άγνωστος και συχνά απειλητικός. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να παντρεύονται – εξάλλου τι άλλο να κάνουν, χωρίς οικογένεια θα περάσουν την υπόλοιπή τους ζωή; Είναι βέβαια πολλοί εκείνοι που αμφιταλαντεύονται, πειραματίζονται και καθυστερούν.
Ένα πάντως είναι σίγουρο ότι μαζί με τα γνωστά σχήματα και τους πειραματισμούς αυξάνονται τα διαζύγια, σε σημείο που να μην αποτελούν πια την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Τα αυξανόμενα διαζύγια δείχνουν το μέγεθος της σύγχυσης που επικρατεί. Υπάρχουν όμως και οι λιγότερο εμφανείς επιπτώσεις της ασυνεννοησίας  και του αδιεξόδου. Το κόστος των δυσλειτουργικών σχέσεων πληρώνεται συνήθως από τα παιδιά, παιδιά που στηρίζουν ετοιμόρροπα σπίτια. Συχνά στα παιδιά εκδηλώνεται – με διάφορα συμπτώματα, μεταξύ των οποίων και η κακοποίηση – το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τους γονείς. Το κόστος δεν είναι μικρότερο και για τους δύο συντρόφους που παγιδευμένοι σε δεσμούς που έγιναν δεσμά, αρρωσταίνουν σωματικά και ψυχικά, φτάνοντας ως την άσκηση σωματικής ή/και ψυχολογικής βίας.
Τα σημερινά ζευγάρια δυσκολεύονται να συνεννοηθούν γιατί κατακλύζονται από μια  υπερπληθώρα αντιφατικών πληροφοριών. Ενώ κουβαλούν ακόμη μέσα τους το παρελθόν – τις παραδοσιακές αντιλήψεις για το γάμο, τη συμβίωση και τους ρόλους του άντρα και της γυναίκας -  και λειτουργούν συχνά, χωρίς να το συνειδητοποιούν με βάση συστήματα αντιλήψεων που αναπτύχθηκαν σε άλλες εποχές, ενώ παράλληλα αφομοιώνουν νέες ιδέες και τρόπους συμπεριφοράς, δημιουργώντας έτσι ένα μωσαϊκό αντιλήψεων, συναισθημάτων και συμπεριφοράς. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα και των δύο δημιουργούν παράσιτα στην επικοινωνίας τους. Η κακή επικοινωνία αυξάνει τη δυσφορία και το θυμό. Και τότε μπορεί να έρθει και η βία.
Τελειώνοντας, θέλω να θέσω ένα πλαίσιο προβληματισμού, μέσα στο οποίο εν περιλήψει μπορεί να αναλυθεί το ζήτημα που μας απασχολεί σήμερα. Το πλαίσιο αυτό έχει τις εξής αφετηρίες:

  1. Η επιλογή της βίας ως συμπεριφοράς από ένα άτομο δεν είναι τυχαία. Εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται αυτή η επιλογή (με ποια σημασία , δηλαδή, φορτίζει το κοινωνικό σύστημα τη συγκεκριμένη συμπεριφορά). Εξαρτάται από το άτομο όπως, επίσης, εξαρτάται και από την χρονική στιγμή αυτής της επιλογής, δεδομένου ότι η σχέση συμπεριφοράς / πολιτισμικού συστήματος είναι αμφίδρομη και μεταβαλλόμενη στο χρόνο.
  2. Το υπόβαθρο της βίαιης συμπεριφοράς υποδηλώνει, εκτός από την βιαιότητα των κοινωνικών δομών, ψυχολογική, κοινωνική, ενδοπροσωπική και περιβαλλοντική δυσλειτουργία του ατόμου. Προκειμένου να αντιμετωπίσει το άτομο τις παραπάνω δυσλειτουργίες, χρησιμοποιεί και βασίζεται πάνω στη χρήση βίας με στόχο, κυρίως την συναισθηματική επιβίωση και την κατάληψη καλύτερης θέσης στο ανταγωνιστικό πεδίο των σχέσεων. Λειτουργούν, δηλαδή, οι βίαιες πράξεις ως σύμπτωμα άλλων βαθύτερων δυσλειτουργιών.
  3. Το οικογενειακό κλίμα (η δομή και η λειτουργία της οικογένειας), ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης ή αποτροπής των παραγόντων επικινδυνότητας της εμφάνισης βίαιης συμπεριφοράς. Παρατηρούμε όμως στην εποχή μας ότι οι μεταλλάξεις της οικογενειακής δομής, υποδεικνύουν και τη βαθιά κρίση που τη διαπερνά. Μια κρίση η οποία αναπαράγει το μοντέλο συγκρότησης και ανάπτυξης της νεωτερικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια η οικογένεια αναπαράγει πιστά το κυρίαρχο μοντέλο, αναπαράγοντας μεταξύ άλλων και τη βία. Τέλος,
  4. Η έλλειψη προσωπικού νοήματος αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα που γεννά και αναπαράγει την βία στους κόλπους της οικογένειας.

Το πρακτικό ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: η οργανωμένη απάντηση στη βία, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να είναι τιμωρητική και αυστηρή, να αφορά τον έλεγχο και την εγκληματοποίηση της κακοποίησης που συνεπάγεται μια τιμωρητική στάση απέναντι στο δράστη; Ή θα πρέπει να μεταχειρίζεται με επιείκεια το δράστη κακοποίησης, αντιμετωπίζοντάς τον και αυτόν ως θύμα μιας υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας;
Το ερώτημα είναι αμείλικτο και απαντιέται κατά το δοκούν, σύμφωνα με τις κυρίαρχες δηλαδή κοινωνικές αντιλήψεις. Σίγουρα όμως ο κοινός παρανομαστής μιας σωστής απάντησης βρίσκεται στην αναζήτηση των αιτιών στις κοινωνικές δομές, καθώς και στην ριζική αλλαγή των αντιλήψεων, στάσεων και στερεοτύπων αναφορικά με τις έννοιες κοινωνία, οικογένεια, φύλο κ.τλ. εντασσόμενοι στο εκάστοτε, κοινωνικό πλαίσιο η ενδοοικογενεική βία δεν αφορά πρόσωπα, αλλά ρόλους. Οι συμπεριφορές εκατέρωθεν, ενώ αποκρυσταλλώνονται σε μια ειδεχθή εικόνα θυματοποίησης της γυναίκας, χρειάζεται προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά να ιδωθούν στο κοινωνικοπολιτισμικό τους πλαίσιο.
Οι καταπιεστικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει πρόσωπο. Επίσης, έχουν προστεθεί ψυχοπιεστικές δυσκολίες συναισθηματικού τύπου: αδυναμία του ανθρώπου να διεργαστεί ψυχοκοινωνικά ζητήματα (όπως πένθος, διαπροσωπικές σχέσεις κ.α) που τον οδήγησαν προοδευτικά σε απώλεια νοήματος και μοναξιά.


Γιώργος Γιαννούσης
Ψυχοθεραπευτής, Οικογενειακός Θεραπευτής, Σύμβουλος Εξαρτήσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου